βιβλιοφάγος

βιβλιοφάγος
ο
1. έντομο που τρώει τα βιβλία, βιβλιόψειρα. 2. μτφ., αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία: Πάντα ήταν, είναι και θα είναι αχόρταγος βιβλιοφάγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοφάγος — ο 1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία 2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον… …   Dictionary of Greek

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφαγία — η [βιβλιοφάγος] το να διαβάζει κανείς γρήγορα πολλά βιβλία …   Dictionary of Greek

  • βιβλιόψειρα — η καταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος …   Dictionary of Greek

  • φιλαναγνώστης — ο θηλ. ώστρια ο φίλος της ανάγνωσης, ο φίλος των βιβλίων, ο βιβλιόφιλος, ο βιβλιοφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”