βιβλιοφάγος — ο 1. αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία 2. το αρσ. ως ουσ. έντομο που καταστρέφει το χαρτί ή το δέσιμο των βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω πρβλ. αγγλ. bibliophage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον… … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοφαγία — η [βιβλιοφάγος] το να διαβάζει κανείς γρήγορα πολλά βιβλία … Dictionary of Greek
βιβλιόψειρα — η καταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος … Dictionary of Greek
φιλαναγνώστης — ο θηλ. ώστρια ο φίλος της ανάγνωσης, ο φίλος των βιβλίων, ο βιβλιόφιλος, ο βιβλιοφάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)